- χειρίστου
- χείριστοςmasc/neut gen sgχείρωνmcanermasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… … Dictionary of Greek
Γούδας, Μιχαήλ — (1868 – 1931). Στρατιωτικός, συγγραφέας και πολιτικός. Διετέλεσε βουλευτής Δράμας (1915 και 1920) και Ιωαννίνων (1926) καθώς επίσης και υπουργός Εσωτερικών και Εθνικής Οικονομίας στην κυβέρνηση Δ. Γούναρη (1922). Καταδικάστηκε από το επαναστατικό … Dictionary of Greek